εὐποροῦν — εὐπορέω prosper pres part act masc voc sg (attic epic doric) εὐπορέω prosper pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… … Dictionary of Greek
κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… … Dictionary of Greek
κλαίω — και κλαίγω έκλαψα, κλαύτηκα, κλαμένος (και κλαημένος) 1. χύνω δάκρυα, θρηνώ: Κλαίει την τύχη του. 2. το μέσ., κλαίομαι και κλαίγομαι παραπονούμαι: Όλο κλαίγεται. 3. η φράση «κλαίν οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες» λέγεται για εκείνους που,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)